Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξεσις — ἔξεσις, η (Α) αποπομπή γυναίκας, διαζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έσις (< ίημι)] … Dictionary of Greek
ἐξέσιος — ἔξεσις dismissal fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)